- δεχόμενοι
- δέχομαιtakepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
ημιαρειανοί — ἡμιαρειανοί και ήμιάρειοι, οί (Α) οι κατά το ήμισυ αρειανοί, οι δεχόμενοι σχεδόν την αίρεση τού Αρείου, οι οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που δεχόταν το ομοιούσιο τού Υιού, αντί τού ορθοδόξου ομοουσίου, αλλιώς ευσεβιανοί … Dictionary of Greek
κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβισμός — Θεωρία περί της καταγωγής των γλωσσών, σύμφωνα με την οποία στην αρχική τους φάση οι ανθρώπινες γλώσσες αποτελούνταν από μονοσύλλαβα. Η πρώτη μνεία του μ. γίνεται στη Νέα Επιστήμη του Τζανμπατίστα Βίκο (17ος αι.) κατά τον οποίο, παρατηρώντας τη… … Dictionary of Greek
συναποστερώ — έω, Α 1. συναπατῶ* 2. συνεργώ σε κλοπή («σμικρὰ δεχόμενοι θύματα πολλὰ συναποστεροῡσι χρήματα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το … Dictionary of Greek
Μακλόριν, Κόλιν — (Collin Maclaurin, Κίλμονταν, Άργκαϊλσαϊρ 1698 – Εδιμβούργο 1746). Σκοτσέζος μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Καθηγητής στο κολέγιο του Άμπερντιν σε ηλικία 19 ετών, μέλος της Βασιλικής Εταιρείας σε ηλικία μόλις 21 ετών, ανέλαβε το 1725 την έδρα… … Dictionary of Greek